- παγγερμανιστικός
- -ή, -ό [παγγερμανιστής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παγγερμανισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγγερμανιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή έχει σχέση με τον παγγερμανισμό (βλ. λ.): Παγγερμανιστική άποψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)